- λέμνα
- (Lemna). Γένος μικρών, φανερόγαμων, μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λεμνιδών ή λημνιδών. Περιλαμβάνει 13 είδη που επιπλέουν σε στάσιμα ή με αργή ροή νερά. Έχουν διάφανο, φυλλοειδή, φακοειδή βλαστό, πλάτους 2-5 χιλιοστών, η επάνω επιφάνεια του οποίου παρουσιάζεται ενίοτε ιδιαίτερα σπογγώδης και εξογκωμένη. Από τον βλαστό κρέμονται στο νερό μία ή περισσότερες πολύ λεπτές τριχοειδείς ρίζες, με φανερή καλύπτρα. Τα άνθη είναι μόνοικα, πολύ περιορισμένα· τα άρρενα αποτελούνται από έναν στήμονα και τα θήλεα από μία ωοθήκη με πολλά ωάρια. Είναι τοποθετημένα στα χείλη του φυλλόμορφου βλαστού και προστατεύονται από μια μικρή σπάθη με μορφή θήκης. Παρουσιάζονται όμως πολύ σπάνια, γι’ αυτό και ο πολλαπλασιασμός τους πραγματοποιείται περισσότερο με πλάγιους οφθαλμούς παρά με σπόρους.
Στους λεμνίδες υπάγεται και ένα άλλο πάρα πολύ μικρό φυτό, η βολφία η άρριζος, η οποία έχει διάμετρο 1 χιλιοστό και ζει και αυτή στα στάσιμα νερά, αλλά είναι εξαιρετικά σπανιότερη από τη λ. Λόγω των ιδιαίτερα περιορισμένων διαστάσεών της, η βολφία θεωρείται το μικρότερο φανερόγαμο φυτό. Ο βλαστός της αποτελείται μόνο από ένα ημισφαιρικό κύτταρο, χωρίς ρίζες και ελαφρά επίπεδο από πάνω.
Οι λέμνες, γένος μικρών υδρόβιων φυτών, βρίσκονται αρκετά συχνά πολλές μαζί, πάνω σε στάσιμα ή με αργό ρυθμό ροής νερά.
* * *η (Α λέμνα)γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με την σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αρώδη και είναι τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας λεμνίδες.
Dictionary of Greek. 2013.